ονελάτης

ονελάτης
ὀνελάτης, ὁ (Α)
(δ. γρφ.) βλ. ονηλάτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὀνελάτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονηλάτης — ο (Α ὀνηλάτης και ὀνελάτης και ὀνολάτης) οδηγός όνων, ονηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ξεν ηλάτης. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”